στράτευση

στράτευση
[-ις (-εως)] η мобилизация (тж. перен. ); зачисление на военную службу, набор в армию

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "στράτευση" в других словарях:

  • στράτευση — η κατάταξη στο στρατό: Τελευταία ψηφίστηκε νόμος για τη στράτευση των γυναικών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στράτευση — η / στράτευσις, εύσεως, ΝΑ [στρατεύω (Ι)] νεοελλ. 1. υποχρέωση για υπηρεσία στον στρατό 2. κατάταξη τού στρατευσίμου στον στρατό 3. στρατιωτική υπηρεσία 4. μτφ. α) εθελοντική ή αναγκαστική ανάληψη αγώνα για την υπεράσπιση ή και την καταπολέμηση… …   Dictionary of Greek

  • στρατεύσῃ — στρατεύσηι , στράτευσις expedition fem dat sg (epic) στρατάω% 2 pres part act fem dat sg (epic ionic) στρατεύω advance with an army aor subj mid 2nd sg στρατεύω advance with an army aor subj act 3rd sg στρατεύω advance with an army fut ind mid… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατεύσηι — στράτευσις expedition fem dat sg (epic) στρατεύσῃ , στρατάω% 2 pres part act fem dat sg (epic ionic) στρατεύσῃ , στρατεύω advance with an army aor subj mid 2nd sg στρατεύσῃ , στρατεύω advance with an army aor subj act 3rd sg στρατεύσῃ , στρατεύω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατολογία — η, ΝΜΑ [στρατολογῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στρατολογώ, στράτευση, συγκέντρωση, έλεγχος και κατάταξη στρατευσίμων στον στρατό νεοελλ. 1. (νομ.) η κλήση στρατεύσιμων πολιτών στις τάξεις τών ενόπλων δυνάμεων για την εκπλήρωση τών… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • άφρουρος — ἄφρουρος, ον (Α) 1. αυτός που δεν φρουρείται, αφρούρητος 2. ο απαλλαγμένος από τη στράτευση …   Dictionary of Greek

  • ηλικία — (Νομ.). Σε αστική, σε διοικητική και σε ποινική ύλη, το δίκαιο αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην η. ως προς τη γενικότερη δικαιοπρακτική ικανότητα, την ευθύνη ή τις ειδικότερες συνέπειες των πράξεων ή ενεργειών του προσώπου. Σύμφωνα με τον ελληνικό …   Dictionary of Greek

  • ικανός — ή, ό (ΑΜ ικανός, ή, όν) 1. αυτός που έχει την επιδεξιότητα να κάνει κάτι, επιδέξιος 2. αυτός που έχει τη δύναμη να κάνει κάτι 3. (για πράγματα, καταστάσεις ή χρόνο) επαρκής, πολύς, ικανοποιητικός («έκτοτε διέρρευσε ικανός χρόνος») 4. (με κακή σημ …   Dictionary of Greek

  • κατάλογος — Πίνακας, καταγραφή, απαρίθμηση μιας κατηγορίας αντικειμένων, σύμφωνα με καθορισμένη σειρά, συνήθως αλφαβητική. Ο όρος κ. στην κλασική αρχαιότητα σήμαινε ακριβώς μια κατάσταση αντικειμένων ή προσώπων που είχε συνταχθεί με βάση μια συγκεκριμένη… …   Dictionary of Greek

  • λιπόστρατος — ο αυτός που απέφυγε τη στράτευση, φυγόστρατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + στρατός] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»